40% πτώση στην κατά κεφαλήν δαπάνη για την υγεία στην Ελλάδα
Ακέραια την ευθύνη στην πολιτική ηγεσία της ΕΕ σχετικά με θανάτους ασθενών με Covid-19 που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί αν δεν στηριζόταν διαχρονικά το ιδιωτικό σύστημα υγείας εις βάρος του δημοσίου επιρρίπτει μελέτη του Παρατηρητηρίου της Ευρώπης των Πολυεθνικών που δημοσιεύει κατ’ αποκλειστικότητα στην Ελλάδα το Documento.
Η διαχρονική υποβάθμιση της δημόσιας υγείας προς όφελος των ιδιωτικών παρόχων υγείας –που υπερασπίζεται με θέρμη επί σειρά ετών η Νέα Δημοκρατία– φέρει πλέον την ευθύνη και για την απώλεια χιλιάδων ζωών λόγω Covid-19 στην Ευρώπη. Σύμφωνα με μελέτη του Παρατηρητηρίου της Ευρώπης των Πολυεθνικών –δόθηκε κατ’ αποκλειστικότητα στο Documento για την Ελλάδα πριν από τη δημοσιοποίησή της– πολλές ζωές εν μέσω πανδημίας θα είχαν σωθεί αν η ΕΕ δεν είχε επιδιώξει μετ’ επιτάσεως να στηρίξει και να χρηματοδοτήσει τα ιδιωτικά νοσοκομεία, γεγονός που οδήγησε στην υποβάθμιση των δημόσιων. Βέβαια δεν πρόκειται μόνο για στρεβλές ιδεοληψίες αλλά για την απόλυτη ιδιοτέλεια που μεταφράζεται σε κέρδη δισεκατομμυρίων.
Ενώ λοιπόν τα νοσοκομειακά κρεβάτια των δημόσιων νοσοκομείων στην ΕΕ μειώνονταν, ο αντίστοιχος αριθμός στα ιδιωτικά νοσοκομεία αυξανόταν. Μόνο που την πλέον κρίσιμη ώρα τα ιδιωτικά νοσοκομεία πανευρωπαϊκά –όπως και στην Ελλάδα– δεν συνέβαλαν στην αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης. Ενδιαφερόμενα διαχρονικά σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα για τις πλέον επικερδείς ασθένειες, διέθεταν μικρό αριθμό κρεβατιών εντατικής θεραπείας, με αποτέλεσμα τη μερίδα του λέοντος των ασθενών με Covid-19 να δέχονται τα δημόσια νοσοκομεία. Κάτι που έγινε και στην Ελλάδα, όπου η κυβέρνηση αντί να ενισχύσει το ΕΣΥ, έσπευσε να διπλασιάσει την αποζημίωση στους ιδιοκτήτες των ιδιωτικών κλινικών που θα τις διέθεταν για τη νοσηλεία ασθενών με Covid-19. Το μοντέλο της εμπορευματοποίησης του δημόσιου αγαθού της υγείας και της υποχρηματοδότησης του δημόσιου συστήματος υγείας που εφαρμόζει η πολιτική ηγεσία της ΕΕ φέρει ακέραια την ευθύνη για τη μη ετοιμότητα των ευρωπαϊκών υγειονομικών δομών να αντιμετωπίσουν επαρκώς την πανδημία. Και πρέπει να ανατραπεί.
«Λομπίστες ψιθυρίζουν στο αυτί της ΕΕ»
Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στη μελέτη του Παρατηρητηρίου, «από τα ιδιωτικά νοσοκομεία έως τα κέντρα φροντίδας ηλικιωμένων αυξάνονται τα στοιχεία ότι οι εξωτερικές αναθέσεις και η πρόνοια για την ιδιωτική φροντίδα υγείας έχουν υποβαθμίσει σημαντικά την ικανότητα των κρατών-μελών της ΕΕ να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την Covid-19». Αυτός είναι και ο λόγος που η ΕΕ «πρέπει να απορρίψει τους λομπίστες του ιδιωτικού τομέα που ψιθυρίζουν τώρα στο αυτί της, να αντιστρέψει την πορεία από το είδος της οικονομικής διακυβέρνησης που επιτάχυνε την απελευθέρωση του συστήματος φροντίδας και να θέσει τη δημόσια πρόνοια στο επίκεντρο της στρατηγικής της. Αν δεν το πράξει, θα διακυβευθούν περισσότερες ζωές».
Η ΕΕ έχει ευνοήσει εδώ και πολλά χρόνια την ανάπτυξη του ιδιωτικού συστήματος φροντίδας υγείας. Ομως το να «συμπιέσεις τα κέρδη των μετόχων από την υγεία και από τις υπηρεσίες φροντίδας εγκυμονεί κινδύνους: χειροτέρευση των εργασιακών συνθηκών, χειρότεροι μισθοί, μειωμένα επίπεδα προσωπικού, περισσότερες εργατοώρες, περισσότερο άγχος και περικοπές στην εκπαίδευση και στον προστατευτικό εξοπλισμό που εγγυώνται την ασφάλεια και την ποιότητα της φροντίδας».
Παράλληλα, «η ανισότητα στην υγεία επιδεινώνεται, καθώς όσοι παρέχουν ιδιωτικές φροντίδες υγείας για το κέρδος επιλέγουν ασθενείς που πληρώνουν και είναι χαμηλού ρίσκου, ενώ ασθενείς υψηλότερου ρίσκου και πιο φτωχοί ή όσοι έχουν ανάγκη επείγουσας φροντίδας βασίζονται στην πρόνοια του δημόσιου συστήματος φροντίδας, που λόγω της λιτότητας και της αυξανόμενης δέσμευσης δημόσιου χρήματος για τους ιδιωτικούς παρόχους διαθέτει πολύ λίγους πόρους».
«Χρησιμοποιούν την πανδημία ως ευκαιρία»
Οι παθογένειες αυτές έχουν τρομακτικά αρνητικές συνέπειες κατά τη διάρκεια της πανδημίας: «Οι περικοπές στους προϋπολογισμούς για την υγεία οδήγησαν στην έλλειψη προσωπικού και στον συνολικά μειωμένο αριθμό κρεβατιών, ενώ η αύξηση των ιδιωτικών νοσοκομείων πάει χέρι χέρι με μια πτώση σε κρεβάτια εντατικής θεραπείας, που είναι λιγότερο προσοδοφόρα για τις επιχειρήσεις. Οίκοι φροντίδας προσανατολισμένοι στο κέρδος έχουν κρατήσει χαμηλά τα κόστη, προσλαμβάνοντας πολύ λίγους εργαζόμενους, που συχνά υποαμείβονται, εκπαιδεύονται ανεπαρκώς και δεν έχουν άλλη επιλογή από την περιστασιακή εργασία σε πολλαπλές εγκαταστάσεις, γεγονός που έχει συμβάλει στη διάδοση του ιού». Ολα αυτά όμως δεν έγιναν τυχαία, αφού πρόκειται για «πολιτικές επιλογές σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο».
Αυτός είναι και ο λόγος που το Παρατηρητήριο κρίνει πως «το ιδιωτικό λόμπι των νοσοκομείων είναι παραγωγικό στις Βρυξέλλες, χρησιμοποιώντας την πανδημία ως ευκαιρία για να προωθήσει τα συμφέροντά του. Εν τω μεταξύ, η ανάλυση δείχνει ότι η ιδιωτικοποίηση του συστήματος υγείας έχει μειώσει τη μακροχρόνια ικανότητα των κρατών να αντιμετωπίσουν τις πανδημίες και στην πραγματικότητα κοστίζει στις κυβερνήσεις περισσότερο από το δημόσιο σύστημα υγείας».
«Το σύστημα υγείας ως οικονομική δραστηριότητα»
Ως αποτέλεσμα, «η Covid-19 είναι ξεκάθαρο παράδειγμα των αποτυχιών του μοντέλου ιδιωτικοποίησης του συστήματος φροντίδας και της πρόνοιας για μακροχρόνια φροντίδα. Καθώς τα σχέδια για μια Ευρωπαϊκή Ενωση Υγείας έχουν ξεκινήσει, είναι κρίσιμο να προφυλάξουμε τη δημόσια μη κερδοσκοπική φύση της πρόνοιας για την υγεία στην Ευρώπη και να εξασφαλίσουμε ότι τα κεφάλαια ανόρθωσης από την Covid-19 δεν θα κατευθυνθούν προς κερδοσκοπικούς παρόχους».
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η ΕΕ «έχει προσδιορίσει το σύστημα φροντίδας ως οικονομική δραστηριότητα και, συνακόλουθα, αντικείμενο των κανόνων εσωτερικής αγοράς της ΕΕ (ελεύθερη μετακίνηση αγαθών, ανθρώπων, κεφαλαίου και υπηρεσιών)». Ετσι, η εμπορευματοποίηση του συστήματος υγείας οδηγεί σε «ανταγωνισμό μεταξύ διαφορετικών παρόχων, συνεργασίες δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και στην πώληση δημόσιων νοσοκομείων σε ιδιώτες επενδυτές». Γεγονός που, όπως επισήμανε και το Κίνημα Πολιτών για την Υγεία, έχει συμβάλει σε «σημαντική αύξηση των ανισοτήτων στην υγεία και την πρόσβαση στο σύστημα υγείας».
Προκειμένου να προχωρήσει όμως η εμπορευματοποίηση του συστήματος φροντίδας οι κερδοσκοπικοί πάροχοι ζητούν «μέρος από τα δημόσια κεφάλαια». Αλλωστε, προκειμένου να είναι προσοδοφόρος ο ιδιωτικός τομέας υγείας χρειάζεται τη δημόσια χρηματοδότηση, ακόμη και εάν αρκετά συχνά «αυτοί που είναι σε μεγαλύτερη ανάγκη για φροντίδα υγείας είναι οι λιγότερο ικανοί να πληρώσουν την τιμή γι’ αυτήν».
«Προτεραιότητα στους πιο επικερδείς ασθενείς»
Αυτή την άποψη ενστερνίζεται –προφανώς– και η Ευρωπαϊκή Ενωση Ιδιωτικών Νοσοκομείων (UEHP), ενεργή ομάδα λόμπι η οποία δραστηριοποιείται στις Βρυξέλλες και έχει «στενές σχέσεις» με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αφού έχουν συνδιοργανώσει και εκδηλώσεις. Για την UEHP πάντως δεν υπάρχει ανισότητα, παρά μόνο όταν «ο δημόσιος τομέας αρνείται να πληρώσει τα ιδιωτικά νοσοκομεία για τη φροντίδα των ασθενών, αφήνοντάς τους να αντιμετωπίσουν ακριβές θεραπείες από την τσέπη τους». Τα ιδιωτικά νοσοκομεία επιδιώκουν δηλαδή να κατευθύνουν χρήματα των Ευρωπαίων φορολογουμένων μακριά από τα μακροχρόνια υποχρηματοδοτούμενα νοσοκομεία προκειμένου να προσπορίσουν κέρδος. Και τα καταφέρνουν.
Αυτό διαφαίνεται και από εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε από υποομάδα της UEHP που ονομάζεται Υγεία Πρώτα για την Ευρώπη, η οποία σημείωνε ότι «σε πολλά κράτη-μέλη της ΕΕ παρατηρείται σημαντική μείωση των νοσοκομειακών κλινών, ενώ ο ιδιωτικός τομέας νοσοκομείων, στο σύνολο της ΕΕ, έχει σημειώσει αύξηση στις νοσοκομειακές κλίνες από 17,56% που ήταν το 2007 σε 20,45% το 2015».
Το γεγονός όμως ότι οι κλίνες των ιδιωτικών νοσοκομείων αυξάνονται εις βάρος των αντίστοιχων στα δημόσια νοσοκομεία δεν έχει θετικά αποτελέσματα στην πανδημία: «Τα ιδιωτικά νοσοκομεία δίνουν προτεραιότητα στους πιο επικερδείς ασθενείς. Για παράδειγμα επικεντρώνονται σε μακροχρόνιες ασθένειες και χειρουργεία ημέρας, παρά σε επείγουσα φροντίδα ή σε φροντίδα εντατικής θεραπείας. Επομένως, όταν έφτασε η πανδημία το αυξημένο μερίδιο των κλινών των ιδιωτικών νοσοκομείων δεν μπορούσε να κάνει τίποτε προκειμένου να αντισταθμίσει τη συνολική πτώση σε κλίνες νοσοκομείων –ειδικά σε ΜΕΘ– σε πολλά τμήματα της Ευρώπης. Και όπως έχουν αποδείξει οι μελέτες, η μεγαλύτερη νοσοκομειακή χωρητικότητα (κρεβάτια ανά 1.000 άτομα) είναι ζωτικής σημασίας στη μείωση της θνησιμότητας από την Covid-19».
«Ελάχιστη συνεισφορά στην πανδημία»
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Ιταλία –που χτυπήθηκε δριμύτατα από την πανδημία, ιδιαίτερα στο πρώτο κύμα–, η οποία το 1990 διέθετε 7 κρεβάτια ανά 1.000 άτομα και το 2015 έφτασε να αριθμεί μόλις 2,6 κρεβάτια ανά 1.000 άτομα. Μολονότι τα ιδιωτικά νοσοκομεία της Ιταλίας διαθέτουν συνολικά το 28% του συνόλου των νοσοκομειακών κρεβατιών, από τις συνολικά 5.300 κλίνες εντατικής θεραπείας της χώρας τα ιδιωτικά νοσοκομεία αριθμούν 800. Ποσοστό που αναλογεί σε μόλις 15% επί του συνόλου των κλινών εντατικής θεραπείας. Ετσι, «η χωρητικότητα των ιδιωτικών νοσοκομείων στη διάρκεια της πανδημίας και η δυνατότητα συνεισφορά τους ήταν ελάχιστη. Συνήθιζαν πράγματι να αφήνουν αυτά τα περιστατικά στα δημόσια νοσοκομεία».
Η ομάδα λόμπι σε συναντήσεις της με ανώτατα στελέχη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις οποίες ζητεί την αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης τονίζει ότι τα ιδιωτικά νοσοκομεία είναι «περισσότερο επαρκή» από τα δημόσια. Ισχυρισμός που δεν φαίνεται να ευσταθεί. Σε μελέτη του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας (EUROFOUND) αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «καμία συμπερασματική απόδειξη δεν εντοπίστηκε σχετικά με το ποιος τύπος νοσοκομείου είναι περισσότερο επαρκής». Αυτό που εντόπισε όμως το EUROFOUND είναι ότι «τα ιδιωτικά νοσοκομεία προσφέρουν λιγότερους τύπους θεραπείας… και οι ασθενείς με επιπλοκές στα ιδιωτικά νοσοκομεία τείνουν να μεταφέρονται στα δημόσια νοσοκομεία».
«Αύξηση 4,9% στη θνητότητα λόγω Covid-19»
Ιδιαιτέρως σημαντική ήταν η μελέτη του αναπτυξιακού προγράμματος των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με την Covid-19, καθώς έπειτα από παγκόσμια έρευνα διαπίστωσε ότι «μια αύξηση 10% των δαπανών για το ιδιωτικό σύστημα υγείας σχετίζεται με αύξηση 4,3% στα κρούσματα Covid-19 και με αύξηση 4,9% στη θνητότητα που σχετίζεται με την Covid-19». Το γεγονός ότι η ιδιωτικοποίηση της υγείας αύξησε τους δείκτες θνησιμότητας της Covid-19 εξηγείται από τη «μακροχρόνια ζημιά που μπορούν να προκαλέσουν στις χώρες, στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν μια ταχέως μεταδιδόμενη μολυσματική ασθένεια».
Κι όλα αυτά ενώ η νεοφιλελεύθερη ιδεολογική ρητορική υποστηρίζει –και στην Ελλάδα– ότι η εμπορευματοποίηση του συστήματος υγείας θα μειώσει την πίεση στα δημόσια ταμεία, την ώρα που η UEHP «απαιτεί να λάβει δημόσιο χρήμα, αν λάβουν και τα δημόσια νοσοκομεία». Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και εν μέσω πανδημίας, τον Απρίλιο του 2020, η UEHP απέστειλε επιστολή σε ιδρύματα της ΕΕ επισημαίνοντας τη συμβολή των ιδιωτικών νοσοκομείων στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης λόγω της οποίας θα πρέπει να «αναγνωριστούν ως συνέταιροι με ισότιμα δικαιώματα». Αλλωστε, όπως υπογραμμίζει το Παρατηρητήριο, η UEHP «ασκεί λόμπινγκ ως μέλος του Συνασπισμού Υγείας της ΕΕ… ώστε να διασφαλίσει ότι το πλάνο ανάκαμψης της ΕΕ, η οποία θα δώσει 9,4 δισ. ευρώ, θα αποδειχτεί επικερδές γι’ αυτήν».
«Υποχρεώθηκαν να απορρίψουν ασθενείς»
Η τόσο ραγδαία εξάπλωση της πανδημίας όμως οφείλεται και στους οίκους φροντίδας. Σύμφωνα με έρευνα του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Πρόληψη και τον Ελεγχο Ασθενειών, «οι θάνατοι σε κέντρα φροντίδας αντιπροσώπευαν το 30-60% των σχετιζόμενων θανάτων με την Covid-19 κατά τον πρώτο μήνα της έξαρσης». Οπως περιέγραψε και ο καθηγητής Αντόνιο Ανιολέτο «οι ιδιωτικοί οίκοι φροντίδας πληρώνονταν (150 ευρώ τη μέρα για τον κάθε ασθενή σύμφωνα με μια έρευνα) από τις αρχές της Λομβαρδίας προκειμένου να παραλάβουν ασθενείς με Covid-19 από τα υπερσυνωστισμένα νοσοκομεία της». Λίγο καιρό μετά η Λομβαρδία –που διανέμει το 50% των πόρων της για το σύστημα υγείας στις ιδιωτικές επιχειρήσεις– είχε χιλιάδες νεκρούς.
Στην Ισπανία «τα υπερσυνωστισμένα νοσοκομεία υποχρεώθηκαν να απορρίψουν ασθενείς από οίκους φροντίδας και ενώ δόθηκε οδηγία από την κυβέρνηση να μη μεταφέρουν ασθενείς με Covid-19 στα νοσοκομεία. Στο τέλος του Απριλίου του 2020 6.000 άνθρωποι είχαν πεθάνει σε γηροκομεία αφότου εκδήλωσαν συμπτώματα Covid-19». Σύμφωνα με έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας τον Δεκέμβριο του 2020, «η άρνηση του δικαιώματος στην υγεία για τους ηλικιωμένους συνδέεται άμεσα με τα μέτρα λιτότητας και την υποχρηματοδότηση του συστήματος υγείας στην Ισπανία». Αξίζει να σημειωθεί πως μόλις έξι περιοχές της Ισπανίας διέθεσαν στοιχεία για το πόσοι άνθρωποι πέθαναν ενώ τους παρεχόταν ιδιωτική οικιακή φροντίδα.
Στην Αγγλία από το 1990 κι έπειτα διαδόθηκε η εμπλοκή ιδιωτικών εταιρειών, οι οποίες έχτιζαν νοσοκομεία για το εθνικό σύστημα υγείας και στη συνέχεια του τα μίσθωναν. Ως αποτέλεσμα, «τα χρέη του εθνικού συστήματος υγείας προς ιδιωτικές οικονομικές πρωτοβουλίες ανέρχονταν σε 55 δισ. λίρες». Παρ’ όλα αυτά, αντίστοιχες πρακτικές ακολουθούνται εκτεταμένα και σε άλλες χώρες, όπως η Ισπανία. Αλλωστε σύμβουλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δημοσίευσε μελέτη βάσει της οποίας οι ιδιωτικές επενδύσεις στην υγεία «μπορούν να αυξηθούν σχεδόν στο 60% από το τωρινό ποσοστό του 35% έως το 2040».
Η οικονομική πολιτική που επηρεάζει τις περισσότερες χώρες είναι το Ευρωπαϊκό Εξάμηνο, ένα «εργαλείο» που στοχεύει να έχει την οικονομική και δημοσιονομική πολιτική των χωρών υπό στενή παρακολούθηση. Κάθε χρόνο η Επιτροπή απευθύνει συστάσεις σε κάθε κράτος-μέλος για μια σειρά θεμάτων. Συστάσεις που έχουν μικρή σημασία αν πρόκειται για πλούσια κράτη-μέλη. Για τα υπόλοιπα οι συστάσεις αφορούν συνήθως περικοπές. Η Επιτροπή έχει απευθύνει συνολικά 107 συστάσεις που αφορούν την υγεία και υιοθετήθηκαν από το 2011 έως το 2019. Συνολικά 76 εξ αυτών προτείνουν είτε μεταρρυθμίσεις προκειμένου να βελτιωθεί η «αποτελεσματικότητα κόστους» του συστήματος υγείας είτε πλήρεις περικοπές. Ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με τη Eurostat, από «το 2012 έως το 2017 ο αριθμός των νοσοκομειακών κλινών στις 28 χώρες της ΕΕ μειώθηκε κατά 3,3%, σε κάποιες περιπτώσεις με ταχείς ρυθμούς».
«Θα απαιτήσουν περισσότερες περικοπές»
Ο καθοριστικός ρόλος του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου στη διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής των κρατών-μελών φαίνεται πως θα διατηρηθεί ακόμη και μετά το τέλος της πανδημίας. Μπορεί η επιβολή περιοριστικών κανόνων που αφορούν περικοπές προϋπολογισμών και χρέη να έχει προσωρινά παγώσει, εντούτοις «όταν η κρίση περάσει αυτή η άρση θα παύσει και τα κράτη-μέλη θα πρέπει να επιστρέψουν στο φυσιολογικό, εργαζόμενα και πάλι σχετικά με στόχους που σχετίζονται με το χρέος και το έλλειμμα». Αλλωστε αν τα κράτη-μέλη «θέλουν τη χρηματοδότηση της ΕΕ, θα πρέπει να ζήσουν με τις συγκεκριμένες συστάσεις που τα αφορούν».
Οταν η Ευρώπη «αναδυθεί από την πανδημία σε ισχνή οικονομική κατάσταση, οι κανόνες οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ θα ενεργοποιηθούν και πάλι, πιθανότατα απαιτώντας περισσότερες περικοπές δημόσιων δαπανών, στις οποίες θα συμπεριλαμβάνεται το σύστημα υγείας. Κι όμως, η πανδημία αναδεικνύει ότι ακριβώς το αντίθετο απαιτείται, ειδικά καθώς οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι είναι πιθανό να υπάρξουν κι άλλες πανδημίες εξαιτίας του βαθμού της καταστροφής της βιοποικιλότητας». Ομως τα λόμπι, οι πολυεθνικές, η ηγεσία της ΕΕ και ο άκρατος νεοφιλελευθερισμός, που ευθύνονται πλέον και για χιλιάδες θανάτους ασθενών με Covid-19, έχουν –όπως πάντα– άλλη άποψη.
«40% πτώση στην κατά κεφαλήν δαπάνη για την υγεία στην Ελλάδα»
Η ραγδαία ιδιωτικοποίηση της υγείας δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 2008 «οι κανόνες της ΕΕ στις οικονομικές και δημοσιονομικές πολιτικές είχαν αντίκτυπο στους προϋπολογισμούς για την υγεία». Ο σημαντικότερος εξ αυτών είναι τα προγράμματα δανεισμού. Στην Ελλάδα «τρία διαδοχικά προγράμματα προσαρμογής συνδεδεμένα με δάνεια οδήγησαν σε μεγάλη πτώση –περίπου 40%– της κατά κεφαλήν δαπάνης για την υγεία από το 2010 έως το 2016». Αντίστοιχα στην Πορτογαλία, που υπέγραψε συμφωνία δανεισμού το 2011, «τα έξοδα για το προσωπικό στον υγειονομικό τομέα μειώθηκαν κατά 27% από το 2010 έως το 2012».